- βδέω
- βδέω (Α)1. πέρδομαι, κλάνω2. αναδίδω δυσοσμία, βρομάω.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκτός από το ενεστωτικό θ. *perd- (πρβλ. πέρδομαι) υπήρχε στην Ινδοευρωπαϊκή θ. *pezd-, με παρόμοια σημασία, στο οποίο ανάγεται και το ρ. βδέω. Πρόκειται για ονοματοποιημένο ρ. που απαντά επίσης στις βαλτικές γλώσσες, τη Σλαβική και τη Λατινική (πρβλ. ρωσσ. bzdetz, bzdity, pezdity, λιθ. bezdu, λατ. pedō < *pezdō κ.ά.). Το ελλ. βδέω < *bzdέω, με σίγηση του -z- < *pezdō, με μετάθεση].
Dictionary of Greek. 2013.